Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Θεατρικό : "Ειρήνη" (διασκευή του έργου του Αριστοφάνη)

 


Για να κατεβάσετε σε μορφή WORD το θεατρικό πατήστε  εδώ.

                          ΘΕΑΤΡΙΚΟ

Ε Ι Ρ Η Ν Η




(Διασκευή του έργου  του Αριστοφάνη «Ειρήνη» από τους εκπαιδευτικούς Μπλέτσα  Χρήστο και Ταγγίλη Νεκταρία για τη γιορτή λήξης του

24ου Δημοτικού Σχολείου Χαλκίδας  για το σχολικό έτος 2016-17)


ΕΙΡΗΝΗ


ΣΚΗΝΗ 1


Αφηγητής 1 : Βρισκόμαστε στην Αθήνα το 421 π.Χ.


Αφηγητής 2 : Λίγες δεκαετίες μετά τον θρίαμβο των Ελλήνων και της Ελευθερίας απέναντι στους Πέρσες και τον σκοταδισμό ο Ελληνισμός βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο.


Αφηγητής 1 : Η Διχόνοια, αυτή η ύπουλη θεά που πάντοτε ενοχλεί τους Έλληνες, έχει μπει στο μυαλό των αρχηγών των ελληνικών πόλεων! Οι Έλληνες έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα και πολεμούν με λύσσα ο ένας αδελφός τον άλλο!


Αφηγητής 2 : Η Αθήνα και οι σύμμαχοί της πολεμούν τη Σπάρτη και τους συμμάχους της σε έναν πόλεμο δίχως λογική και τέλος.


Αφηγητής 1 : Όμως δε συμφωνούν όλοι οι Έλληνες με αυτόν τον παραλογισμό. 


Αφηγητής 2 : Ένας από αυτούς που αγαπάνε την ειρήνη, ο Τρυγαίος, αμπελουργός από την Αθήνα, αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του!


(Στη σκηνή βγαίνουν οι υπηρέτες. Ένας από αυτούς πηγαίνει σε μια μεγάλη κατσαρόλα που είναι στη μέση της  σκηνής, οι υπόλοιποι κουβαλάνε σακούλες με σκουπίδια και λοιπές βρωμιές)


Υπηρέτης 1 : Άντε, γρήγορα! Θα έρθει το αφεντικό μας, ο Τρυγαίος, και ποιος τον ακούει!


Υπηρέτης 2 : Τα έφερα όλα!

Υπηρέτης 3 : Έλα, πέτα τα στην κατσαρόλα!


Υπηρέτης 4 : Μα, τι στο καλό θα μαγειρέψουμε;


Υπηρέτης 5 : Έχουμε όλα τα καλά! Έχουμε αποφάγια, χαλασμένο ψάρι, κλούβια αυγά από τον προηγούμενο μήνα και, το καλύτερο, πάνες χρησιμοποιημένες του γιου μου φρεσκότατες!


Υπηρέτης 6 : Ω, θεοί! Είμαστε με τα καλά μας; Ποιος θα φάει τέτοια αηδία;


Υπηρέτης 1 : Καλά, εσένα από πού σε φέρανε; Από κανένα βουνό; 


Υπηρέτης 2 : Χαμπάρι δεν έχεις πάρει τι κάνουμε τόσες μέρες εδώ; Μαγειρεύουμε πολύ… εναλλακτικά γεύματα!


Υπηρέτης 3 : Όλους τους άσχετους δούλους πάει κι αγοράζει το αφεντικό γι’ αυτό δε μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας!


Υπηρέτης 4 : Κάτσε να σου εξηγήσω εγώ μπας και καταλάβεις, αν και δε μου φαίνεσαι και πολύ γατόνι!


Υπηρέτης 6 : Πρόσεχε τα λόγια σου γιατί θα σου πετάξω αυτό που μαγειρεύεται στο κεφάλι!


Υπηρέτης 5 : Ησυχία, θα μιλήσω εγώ που είμαι και  η παλιότερη! Λοιπόν, άκου, νεούδι, ο αφέντης μας, ο Τρυγαίος, πανέξυπνο αυτό το παιδί, βαρέθηκε να βλέπει τους Έλληνες να σκοτώνονται μεταξύ τους κι αποφάσισε να πάει στους Θεούς  και να ζητήσει να σταματήσουν αμέσως τον εμφύλιο.


Υπηρέτης 1 : Κι επειδή είναι ψηλά κι ο Βελλεροφόντης δε δανείζει το φτερωτό άλογό του, τον Πήγασο….


Υπηρέτης 2 : Γιατί, ως γνωστόν, κάρο, άλογο και γυναίκα δε δανείζονται...


Υπηρέτης 1: Ακριβώς. Μας διέταξε, λοιπόν, να πάρουμε ένα σκαθάρι, να το ταΐσουμε  όσο περισσότερο γίνεται και να το κάνουμε τεράστιο για να πετάξει με αυτό μέχρι το παλάτι του Δία και να τον ψήσει να σταματήσει τον πόλεμο!


Υπηρέτης 4 : Έχει κάτι ιδέες το αφεντικούλι μας!  Μυαλό, λέμε!


Υπηρέτης 3: Εμείς, λοιπόν, μαζευόμαστε κάθε μέρα εδώ και  μαγειρεύουμε για το σκαθάρι.


Υπηρέτης 4 : Και τρώει κάθε μέρα αυτά τα σιχαμερά πράγματα! Συνέχεια τρώει! Συνέχεια! 


Υπηρέτης 6 : Καλά, και πώς αντέχετε αυτή τη δουλειά; Βρωμάει ο τόπος! Αυτή τη μπόχα πώς την αντέχετε;


Υπηρέτης 1,2,3,4,5 : Δεν την αντέχουμε!!!


Υπηρέτης 1 : Τέλος τα λόγια! Δουλειά τώρα! Ρίξτε τα βρωμοφαγητά μέσα στο τσουκάλι!


Υπηρέτης 7 : κάτσε να του ρίξω και λίγο αλατάκι να νοστιμίσει!


(Οι υπηρέτες κάνουν ότι ρίχνουν τις βρωμιές μέσα στο τσουκάλι και τις μαγειρεύουν. Στη σκηνή μπαίνει ο Τρυγαίος πάνω στο σκαθάρι του. Πίσω του ακολουθούν η ανιψιά του η Γοργονία, και ο  αδερφός της, ο Ιπποχτένης.)


Τρυγαίος : Προχώρα! Προχώρα, καμάρι μου, να φας το φαγάκι σου! (Χτυπάει το σκαθάρι)


Γοργονία : Μην το χτυπάς το καημένο!


Τρυγαίος : Τα φιλοζωικά σου σε πιάσανε κι εσένα τώρα. Δεν κοιτάς το χάλι μας καλύτερα;


Ιπποχτένης : Ε, θείο, εσύ ήθελες να το μεγαλώσεις τόσο για να πας να βρεις τους Θεούς! Και δε φτάνει αυτό, μας τραβολογάς κι εμάς μαζί σου!


Τρυγαίος : Έχουμε τα βάσανά μας, έχουμε και τη γκρίνια σας! Καλά λένε ότι σε όσους δεν έδωσαν οι Θεοί παιδιά, έδωσε ο Άδης ανίψια! (Απευθύνεται στους δούλους) Αρχηγοδούλα, πού είσαι, βρε;


Υπηρέτης 1 : Εδώ είμαι, άρχοντά μου!

Τρυγαίος : Έτοιμο το φαγητό του;


Υπηρέτης 1 : Μάλιστα , άρχοντα μου.


Υπηρέτης 2 : Εδώ το έχουμε! Να σερβίρω;


Τρυγαίος : Ναι, πάλι πεινάει αυτό!


(Βάζουν ένα πιάτο με «φαγητό» στο σκαθάρι.)


Υπηρέτης 7 : Του βάλαμε μπόλικο φαγητό για να το πιάσει! Είναι στην ανάπτυξη το καημένο! 


Υπηρέτης 3 : Κοιτάξτε τι ωραία που τρώει! Και με τι όρεξη!


Υπηρέτης 4 : Σωστό θρεφτάρι έγινε! Φτου! Να μην το ματιάσω!


Υπηρέτης 5 : Έγινε μεγάλο σαν άλογο το χρυσούλι μου!


Γοργονία : Βλέπεις θέλει να μας πάει με δαύτο μέχρι τους Θεούς!


Ιπποχτένης : Τρικάβαλο θα πάμε!


Υπηρέτης 6 : Α, βλέπω… σόι πάει το βασίλειο στην εξυπνάδα!


Τρυγαίος : Τέρμα η κουβέντα! Φέρτε κι άλλο φαγητό! Κι άλλο! Κι άλλο! Να φάει, να καρδαμώσει,  να γίνει μεγάλο σαν τον Πήγασο!


Υπηρέτης 1 : Τι ωραία που τρώει το πουλάκι μου!


Υπηρέτης 2 : Τι όμορφα που τρώει!


Υπηρέτης 6 : Τι σιχαμένο θέαμα!!!


Γοργονία : Τώρα ποιο είναι πιο σιχαμένο, αυτό ή οι δούλοι που γλειφοκολακεύουν τον θείο μου, μόνο οι θεοί το ξέρουν!



ΣΚΗΝΗ 2


Αφηγητής 1 : Όταν μεγάλωσε αρκετά το σκαθάρι, ο Τρυγαίος και τα ανίψια του  ανέβηκαν πάνω του κι άρχισαν το ταξίδι τους. 


Αφηγητής 2 : Ανέβαιναν, ανέβαιναν, κάποια στιγμή βρέθηκαν έξω από το παλάτι των θεών.


Τρυγαίος :  Μπρρρρ! Σιγά, ρε σκαθάρι!! Μπρρρρ, σου λέω!


Ιπποχτένης : Σιγά, θείο! Πάτα φρένο, θα στουκάρουμε!


Γοργονία : Σταμάτα επιτέλους, σκαθάρι! Θα μου χαλάσεις τα μαλλιά!


(Το σκαθάρι σταματάει)


Ιπποχτένης : Επιτέλους, σταμάτησε!


Γοργονία : Ωραία! Φτάσαμε! Αυτό πρέπει να είναι το παλάτι των θεών. Και τώρα;


Τρυγαίος : Ιπποχτένη,  πήγαινε το σκαθάρι πιο πέρα για να βοσκήσει. Για να δούμε, είναι κανείς εδώ; Θεοί! Θυρωρός! Ρε, κατάστημα!


Ερμής : Ποιο γαϊδούρι γκαρίζει τέτοια ώρα; Και τι μυρωδιά είναι αυτή; Ανθρώπινο κρέας μυρίζει μαζί με μπόχα!


Τρυγαίος : Καλημέρα, Ερμή μου λατρεμένε!


Ερμής : Βρε μπίχλα, μπιχλιάρη βρωμερέ, αρχιμπιχλιάρη, βασιλιά της μπόχας και του σκουπιδαριού, πώς ήρθες εδώ πάνω; 


Τρυγαίος : Με το αλογοσκάθαρο!


Ερμής  : Α, γι’ αυτό μας έχει φάει η βρώμα! Και ποιοι είναι αυτοί εδώ;


Τρυγαίος : Τα ανιψάκια μου!


Ερμής : Α, δε μας έφτανε η αφεντιά σου, μου έφερες το μπιχλοσόι σου! Και πώς σε λένε, αρχιμπιχλιάρη;


Τρυγαίος : Μπίχλα Μπιχλόπουλο!


Ερμής : Κι από πού είσαι; 


Τρυγαίος : Από τη Μπιχλίτσα!


Ερμής : Πες την αλήθεια γιατί θα έχουμε άλλα!


Τρυγαίος : Τρυγαίο με λένε και είμαι από την Αθήνα. Αυτά είναι τα ανίψια μου.


Ερμής : Και τι μας κουβαλήθηκες εδώ πάνω; Είχαμε την όρεξη να δούμε τα μούτρα σου νομίζεις;


Τρυγαίος : Για να σου φέρω αυτά εδώ τα γλυκά ήρθα, Ερμάκο μου!


Ερμής : Γλυκά; Για εμένα; Αχ, τι καλό παιδί! Τι γλυκός άνθρωπος! Από την πρώτη στιγμή σε συμπάθησα! Καλώς μας ήλθατε, αξιοσέβαστε κύριε!


Τρυγαίος : Ου, να μου χαθείς, συμφεροντολόγε! Τώρα δεν είμαι μπίχλας; Έγινα αξιοσέβαστος; Άντε, τράβα να μου φωνάξεις το αφεντικό σου, τον Δία!


Ερμής : Α, θες να δεις και τον Δία; Μη φας, έχουμε γλαρόσουπα! Δεν είναι εδώ ο Δίας! Βασικά, δε μένει πια εδώ!


Γοργονία : Μετακόμισε;


Ερμής : Εμ, τι ήθελες να κάνει;


Ιπποχτένης : Γιατί μετακόμισε; Του ερχόταν μεγάλος ΕΝΦΙΑ;


Ερμής : Όχι, γιατί βαρέθηκε το βουνό και είπε να πάει στη θάλασσα! Είστε όμως στο σόι… ένας κι ένας!


Γοργονία : Τότε γιατί έφυγε;


Ερμής : Γιατί βαρέθηκε να βλέπει τους Έλληνες να σκοτώνονται μεταξύ τους! Τους σιχάθηκε! 


Ιπποχτένης : Και πήγε μακριά; 


Ερμής : Ου!!! Πολύ μακριά για να μην τους βλέπει και να μην τους ακούει! 


Γοργονία : Και τώρα το παλάτι τους είναι άδειο;


Ερμής : Όχι. Το δώσανε στο Πόλεμο,  έναν τρομερό θεό που όποιος τον βλέπει τα κάνει πάνω του!


Τρυγαίος : Να σου πω, μια θεά, την Ειρήνη,  ξέρεις πού θα την βρω;


Ερμής : Καλέ, τη Ρηνούλα λες; Το Ρηνάκι; Την ξέρεις καλά; 


Τρυγαίος : Ασφαλώς!


Ερμής : Όμορφη, ε;


Τρυγαίος : Η πιο όμορφη από όλες!


Ερμής : Ε, αν την ξαναδείς, να μου γράψεις!


Τρυγαίος : Γιατί; Έφυγε κι αυτή;


Ερμής : Κάτι χειρότερο! Την έπιασε ο Πόλεμος, τη φυλάκισε σε μια σπηλιά κι έβαλε στην είσοδό της πέτρες για να μη μπορεί να τη βγάλει κανείς από εκεί! Τώρα αυτός κάνει κουμάντο στην Ελλάδα!


Ιπποχτένης : Αμάν! Κι εμάς, τους Έλληνες, ξέρεις τι σκέφτεται να μας κάνει;


Ερμής : Έχει ένα μεγάλο γουδί και μέσα σε αυτό αποφάσισε να βάλει όλες τις ελληνικές πόλεις και μαζί με λαδάκι και σκορδάκι να τις κοπανήσει μέχρι να γίνουν σκορδαλιά και να τις φάει!


Γοργονία : Αλίμονό μας, τι θα κάνουμε;

(Ακούγονται ήχοι πολέμου : βροντές, κροταλίσματα, κλαγγές όπλων)


Ερμής : Δε ξέρω τι θα κάνετε εσείς, ούτε και με ενδιαφέρει. Εγώ τον ακούω να έρχεται και φεύγω για να σωθώ! (Τρέχει μέχρι την άκρη της σκηνής. Γυρίζει πίσω. Πηγαίνει στον Τρυγαίο.)  Για φέρε εδώ τα γλυκά εσύ! (Του τα αρπάζει.) Ε, να μην ξεχνιόμαστε! (Βγαίνει από τη σκηνή με τα γλυκά στα χέρια.)


Τρυγαίος : Γρήγορα, παιδιά! Να κρυφτούμε να μη μας δει ο Πόλεμός!


(Μπαίνει στη σκηνή ο Πόλεμος συνοδευόμενος από τον βοηθό του, )


Πόλεμος : Ωραία μέρα σήμερα! Ό,τι πρέπει για να φτιάξω κανένα φαΐ της προκοπής γιατί πεινάω. Πού είναι ο γιος μου; Τάραχε!!! Τάραχε! Πού είσαι, βρε;


Τάραχος : Εδώ είμαι, απαισιότατε μπαμπάκα!


Πόλεμος : Δε μου λες, σου έριξα καμιά φάπα σήμερα;


Τάραχος : Όχι!


Πόλεμος : Δεν πειράζει, παιδί μου, φάε μια τώρα. Πού είναι το γουδί;


Τάραχος : Να, εδώ είναι! Ορίστε! 


Πόλεμός : Ευχαριστώ. Φάε άλλη μία! (Παίρνει το γουδί στα χέρια του) Ήρθε η ώρα να μαγειρέψουμε. Για να δούμε τι καλό υπάρχει να φτιάξουμε! Ας ρίξουμε για αρχή μέσα τη Θήβα και λίγη ντοματούλα! (Τα παίρνει από το σακί και τα ρίχνει.)


Τρυγαίος : Οχ, από τη γειτονιά μας άρχισε!

Πόλεμος : Κάτσε τώρα να βάλω και την Καλαμάτα για να έχει λάδι το φαγητό!


Γοργονία : Πάει και η Καλαμάτα!


Πόλεμος : Τώρα βάζουμε την Αθήνα, τη Χαλκίδα, τη Σπάρτη και αρχίζουμε το κοπάνημα! Τάραχε! 


Τάραχος : Εδώ είμαι, πατέρα!


Πόλεμος : (Του ρίχνει μια φάπα.) Φέρε μου το γουδοχέρι!


Τάραχος : Δεν έχουμε! 


Πόλεμος : Πώς δεν έχουμε! Αφού είχαμε! 


Τάραχος : Εσύ δε λύσσαξες να το δανείσουμε σε κάτι Έλληνες στη Χαλκιδική; Ε, τους το δανείσαμε και το σπάσανε! Τώρα δεν έχουμε!


Πόλεμος : Καλά, θα φας πολύ ξύλο! Εσύ φταις πάλι! Αλλά, πριν σε δείρω, πάμε να φτιάξουμε ένα νέο γουδοχέρι! Μετά έχουν να φάνε πολύ κοπάνημα οι ελληνικές πόλεις, αλλά θα γίνει μια σκορδαλιά μούρλια!


(Ο Πόλεμος κι ο Τάραχος βγαίνουν από τη σκηνή.)


Ιπποχτένης  : Τώρα τι κάνουμε, θείο;


Γοργονία : Πρέπει να σώσουμε τις ελληνικές πόλεις και την Ειρήνη από τον τρελό με το γουδί!


Τρυγαίος : Λοιπόν, έχουμε λίγο χρόνο ακόμα μέχρι να γυρίσει ο Πόλεμος. Ακούστε τι θα κάνετε : θα τρέξετε γρήγορα σε κάθε ελληνική πόλη  και πείτε σε όλους όσα είδατε. Πείτε τους να στείλουν γρήγορα ανθρώπους για να βοηθήσουν να σώσουμε την Ειρηνούλα! Τρέξτε γρήγορα! 


(Ο Ιπποχτένης και η Γοργονία  φεύγουν. Ο Τρυγαίος μένει στη σκηνή κρυμμένος πίσω από κάτι βράχια και περιμένει.)








ΣΚΗΝΗ 3


Αφηγητής 1 : Έγιναν όλα όπως τα ζήτησε ο Τρυγαίος.


Αφηγητής 2 : Η Γοργονία και ο Ιπποχτένης έτρεξαν σε κάθε ελληνική πόλη και είπαν στους συμπατριώτες τους όλα όσα είδαν κι άκουσαν!


Αφηγητής 1 : Οι Έλληνες τρομοκρατήθηκαν! Σταμάτησαν αμέσως τις μάχες, κάλεσαν συμβούλιο κι έστειλε κάθε πόλη τον πιο σοφό και τον πιο δυνατό πολίτη της για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Ειρήνης!


Αφηγητής 2 : Έφτασαν απεσταλμένοι από κάθε ελληνική πόλη! 


Αφηγητής 1 : Άλλος πήγε ανεβαίνοντας μια τεράστια σκάλα, άλλος εκσφενδονίστηκε από μια τεράστια σφεντόνα, άλλος έφτασε καβάλα πάνω σε ένα τεράστιο περιστέρι!


Αφηγητής 2 : Ξέρετε τώρα πόσο τετραπέρατοι είναι οι Έλληνες, όταν θέλουν να βρουν λύσεις! 


Τρυγαίος : Καλωσήλθατε, Συνέλληνες!


Τολμία : Καλώς σε βρήκαμε, Τρυγαίε! Είμαι η Τολμία από τη Σπάρτη!


Ευδρόμιος : Κι εγώ ο Ευδρόμιος από την όμορφη Θεσσαλονίκη!


Ταχύβουλος : Εγώ ο Ταχύβουλος από την υπέροχη Χαλκίδα!


Ευστροφίτιδα :  Εμένα με λένε Ευστροφίτιδα! Έρχομαι από την όμορφη Νάξο!


Ανδρίωνας : Κι εγώ είμαι ο Ανδρίωνας από την Ρόδο! Ήρθα να βοηθήσω να σώσουμε την Ειρήνη από τον Πόλεμο!


Τρυγαίος : Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω, Πανέλληνες! 


Ταχύβουλος : Τα πράγματα είναι δύσκολα.


Ευστροφίτιδα : Όλες οι πόλεις κινδυνεύουμε από τον αιμοσταγή Πόλεμο!


Τολμία : Πρέπει όλοι μαζί να αποφασίσουμε πώς θα σώσουμε την Ειρήνη!


Γοργονία : Πόσο υπέροχο είναι να βλέπει κανείς τους Έλληνες ενωμένους! Μακάρι να μην ενώνονται μόνο όταν ο κοινός κίνδυνος τους χτυπά την πόρτα!


Ευδρόμιος : Πες μας όμως, Τρυγαίε, πού είναι η Ειρήνη;


Ιπποχτένης : Πίσω από αυτόν εδώ το βράχο είναι φυλακισμένη, έτσι, τουλάχιστον, μας είπε ο Ερμής!


Ανδρίωνας : Μα, είναι τόσο ξεκάθαρο αυτό που πρέπει να κάνουμε! Πρέπει να απομακρύνουμε  τα βράχια που κλείνουν την είσοδο και να τη βγάλουμε έξω!


Τολμία : Έλα! Λες και δεν το ξέραμε αυτό!  Και πώς θα γίνει αυτό, άνθρωπέ μου; Εκεί είναι το θέμα!


Ευστροφίτιδα : Λοιπόν, θα χωριστούμε σε δύο ομάδες. Θα δέσουμε τους βράχους με γερά σχοινιά και με το σύνθημά μου θα αρχίσετε να τραβάτε!


Ταχύβουλος: Εμείς να τραβάμε. Εσύ και η Τολμία  τι θα κάνετε; 


Ευστροφίτιδα : Εμείς είμαστε  γυναίκες, ανόητε!  Εμείς δεν κάνουμε τις βαριές δουλειές αλλά τις σημαντικές! Εγώ θα δώσω το σύνθημα!


Τρυγαίος : Έχει δίκιο η  πανούργα νησιώτισσα! Πάμε γρήγορα να κάνουμε ό,τι είπε για να σώσουμε τη Ρηνούλα!


(Χωρίζονται σε δύο ομάδες. Δένουν τον βράχο και περιμένουν το σύνθημα.)


Ευστροφίτιδα : Λοιπόν, όλοι έτοιμοι! Με το ένα, με το δύο, με το τρία…. ΤΡΑΒΗΧΤΕ!


(Τραβάνε με δύναμη τα σχοινιά και ανοίγει η είσοδος της σπηλιάς.)


Ευδρόμιος : Τα καταφέραμε!


Όλοι μαζί : Ζήτω!!! 


Ταχύβουλος : Εμπρός, όλοι μαζί να φωνάξουμε στην Ειρήνη να βγει!


Όλοι μαζί : Ειρήνη! Ειρήνη! Ρηνούλα! Ειρηνάκι!!!


(Δε βγαίνει η Ειρήνη.)


Τολμία : Μα, γιατί δε βγαίνει;


Ανδρίωνας : Μήπως δεν είναι μέσα;


Ευστροφίτιδα : Μα, αν βλέπω καλά, εκεί, στο βάθος της σπηλιάς είναι!


Ευδρόμιος : Ας την παρακαλέσουμε περισσότερο.


Όλοι μαζί : Ειρήνη, σε παρακαλούμε, έλα κοντά μας!


(Η Ειρήνη βγαίνει από τη σπηλιά συνοδευόμενη από την Οπώρα και τη Θεωρία.)


Τολμία : Ρε παιδιά, μια Ειρήνη ψάχναμε, τρεις βρήκαμε;


Ευστροφίτιδα : Άσχετη κι αγράμματη! Δε γνωρίζεις τις δύο πιστές φίλες της Ειρήνης την Οπώρα, που σημαίνει αφθονία, και τη Θεωρία, την Εθνική συνεννόηση των Ελλήνων;


Ειρήνη : Άνθρωποι, ποιοι είστε; Τι θέλετε και, κυρίως, γιατί με ενοχλείτε;


Τρυγαίος : Ειρηνούλα μου, Ρηνάκι μου, δε μας αναγνωρίζεις; Οι Έλληνες είμαστε!


Ειρήνη : Α, ναι… οι Έλληνες. Αυτοί που κάποτε σας γέμιζα τα πιάτα κάθε μέρα και , όταν χορτάσατε φαγητό με ξεχάσατε!


Ανδρίωνας : Δε φταίμε εμείς, Ειρήνη μου. Οι Θεοί μας είχαν τυφλώσει το μυαλό!


Ειρήνη : Εμ, βέβαια, όταν κάνετε εγκλήματα, σας φταίνε πάντα οι άλλοι! Ντροπή σας!


Τολμία : Συγχώρεσέ μας, Ειρηνούλα μας! 


Ειρήνη : Να σας συγχωρήσω; Μετά από όλα αυτά που έπαθα από τον Πόλεμο; Και τι νομίζετε ότι είμαι; 


Ευδρόμιος : Ρηνούλα μας, συγχώρεσέ μας και θα κάνουμε ό,τι θες!


Ειρήνη : Είναι αυτό η γνώμη όλων των Ελλήνων; Θα κάνετε ό,τι πω;


Τρυγαίος : Εγώ, ο Τρυγαίος από την Αθήνα, εκ μέρους όλων των Ελλήνων δεσμεύομαι να γίνει ό,τι προστάζεις, δεσποσύνη!


Ειρήνη : Εντάξει. Θα έρθω μαζί σας υπό δύο όρους : 


Όλοι μαζί : Δεκτοί! Δεκτοί!


Ειρήνη : Ησυχία! Εγώ μιλάω! Πρώτον : θα οδηγήσετε την πιστή μου φίλη τη Θεωρία στη Βουλή όπου και θα της δώσετε την πιο τιμητική θέση! Δε θα φύγει από εκεί ποτέ! Δέχεστε;


Όλοι μαζί : Ναι! Δεχόμαστε!


Ειρήνη : Δεύτερον : Ένας από εσάς θα παντρευτεί τη φίλη μου την Οπώρα!


Γοργονία : Εσύ να την πάρεις, θείε, που είσαι κι ελεύθερος!


Τρυγαίος : Πάψε!


Ιπποχτένης : Πάρτη, ρε θείο, να σωθούμε όλοι!


Τρυγαίος : Κλείσε το στόμα σου, βρε! Είμαι μικρός ακόμα για γάμους εγώ!


Ειρήνη : Όποιος πάρει την Οπώρα για γυναίκα του, θα έχει προίκα από εμένα την ευλογία στη γη του! Θα βγάζουν τα δέντρα του διπλάσιους καρπούς, θα γεννάνε οι κότες του αυγά σαν πορτοκάλια! Θα έχει λεφτά και πολλά, πολλά παιδιά! Θα του κάνω δώρο και τα έξοδα του γάμου!


Τρυγαίος : Οπώρα μου! Λατρεία μου! Σε αγάπησα με το που σε είδα!


Οπώρα : Ω, Τρυγαίε, τι υπέροχος που είσαι! Έσωσες την Ελλάδα από τον Πόλεμο! 


Γοργονία : Ναι, ναι, είναι υπέροχος ο θείος μου!


Οπώρα : Όλες οι κοπέλες ονειρευόμαστε έναν τέτοιο άνδρα! Γενναίο, αποφασιστικό, ανιδιοτελή!


Τρυγαίος : Βρε, όλα τα έχω; Όλα; (Απευθύνεται στην Ειρήνη) Κουμπαρίτσα, ό,τι μου έταξες, ισχύει, έτσι;


Ειρήνη : Ισχύει!


Τρυγαίος : Ω, φίλοι μου! Τώρα που σώσαμε την Ειρήνη και γλιτώσαμε από τον Πόλεμο, πάμε να κάνουμε τους γάμους μου με την Οπώρα! Είστε όλοι καλεσμένοι! Η Ειρήνη πληρώνει!!!




(Όλοι μαζί με πρώτη την Ειρήνη, πίσω της τον Τρυγαίο και την Οπώρα, βγαίνουν σαν γαμήλια πομπή από τη σκηνή.)











ΣΚΗΝΗ 4


Αφηγητής 1 : Χαρές μεγάλες στην Ελλάδα!


Αφηγητής 2 : Όλοι μάθανε τα ευχάριστα νέα : η Ειρήνη ήταν και πάλι ελεύθερη!


Αφηγητής 1 : Για άλλη μία φορά την είχαν γλιτώσει οι Έλληνες!


Αφηγητής 2 : Άνθρωποι από κάθε μέρος του Ελληνισμού άρχισαν να συγκεντρώνονται για να γιορτάσουν τους γάμους του Τρυγαίου με την Οπώρα και να τους προσφέρουν τα δώρα τους!


Αφηγητής 1 : Όλοι έρχονταν με χαρά να ευχαριστήσουν από κοντά τον Τρυγαίο για την τεράστια επιτυχία του να σώσει την Ελλάδα από τον Πόλεμο!


Αφηγητής 2 : Όλοι; 


Αφηγητής 1 : Εντάξει, όχι και όλοι…


(Στη σκηνή είναι στρωμένο ένα γαμήλιο τραπέζι. Στη μέση κάθεται η Ειρήνη και δίπλα της η Οπώρα με τον Τρυγαίο.)


Ιερέας : Με την εξουσία που μου δίνουν οι θεοί του Ολύμπου τελώ σήμερα τους γάμους του Τρυγαίου και της Οπώρας και τους ονομάζω πλέον ανδρόγυνο!


Υπηρέτης 2 : Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός! 


Οπώρα : Σας ευχαριστούμε πολύ! Και στα δικά σας!


(Φτύνουν τον κόρφο τους.)


Κατασκευαστής  γεωργικών εργαλείων : Τρυγαίε, Τρυγαίε, πού είσαι!

(κρατάει ένα γεωργικό εργαλείο.)


Τρυγαίος : Καλώς τον φίλο μου!

Κατασκευαστής  γεωργικών εργαλείων : Τρυγαίε, σε ευχαριστώ για όλα! Χάρη σε εσένα έγινα πλούσιος!


Τρυγαίος : Μα, δεν αγόρασα κάτι από εσένα!


Κατασκευαστής  γεωργικών εργαλείων : Δε χρειάζεται! Σταμάτησες τον πόλεμο! Τώρα όλοι οι στρατιώτες γίνανε ξανά αγρότες! Έπιασαν τσαπιά, αξίνες, καλάθια! Όλοι από εμένα αγοράζουν! Έγινα πλούσιος! Να θυμάσαι, από σήμερα ό,τι θες εγώ θα στο δίνω δωρεάν!


Τρυγαίος : Σε ευχαριστώ!


Μανάβισσα : (Κρατάει ένα καλάθι με φρούτα και λαχανικά) Τρυγαίε μου, σωτήρα μας!


Τρυγαίος : Άλλη αυτή. Τι έπαθες εσύ;


Μανάβισσα : Όσο είχαμε πόλεμο, ζούσα μέσα στη φτώχεια! Πού να βρεθεί άνθρωπος να του πουλήσω μαρούλια και ντομάτες; Χάρη σε εσένα κάθε μέρα είναι γιορτή στο μαγαζί μου!  Λοιπόν, από σήμερα στείλε τη γυναίκα σου να παίρνει από το μαγαζί μου ό,τι θέλει! Όλα κερασμένα! 


Οπώρα : Σας ευχαριστούμε πολύ! Κοπιάστε όλοι στο φτωχικό μας!


Μανάβισσα : Σε ευχαριστούμε, αρχόντισσα!


(Μπαίνουν μέσα ορμητικά ο δορατοποιός και ο κρανοποιός) 



Δορατοποιός : Πού είναι αυτός;


Κρανοποιός : Ποιος είναι ο Τρυγαίος;


Ιπποχτένης : Όπα. Ποιοι είστε εσείς και τι θέλετε;


Δορατοποιός : Εσύ είσαι ο Τρυγαίος;


Ιπποχτένης  : Όχι, βέβαια! Αυτός είναι! (Δείχνει τον Τρυγαίο.)


Δορατοποιός : Άθλιε! Με κατέστρεψες! 


Κρανοποιός : Εγκληματία!!! Έχασα τα πάντα εξαιτίας σου!!!


Τρυγαίος : Γιατί; Τι σας έκανα;


Δορατοποιός : Όσο είχαμε πόλεμο οι δουλειές πήγαιναν μια χαρά! Έρχονταν οι άνδρες, αγόραζαν τα όπλα τους, έβγαζα κι εγώ λεφτάκια. Τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος ούτε βέλη για κυνήγι δεν έρχονται να αγοράσουν! Τι να τα κάνω εγώ τόσα δόρατα, μου λες; Θα σε σκοτώσω!


Ιπποχτένης  : Θες να σου πω εγώ τι να τα κάνεις; Να τα μπήξεις στη γη, για να τυλιχτούν γύρω τους οι  φασολιές! Κι, αν δε σου αρέσει αυτό, να τα κάνει κουρτινόξυλα!  Θα δημιουργήσεις μόδα!


Δορατοποιός : Τώρα που το λες, δεν είναι άσχημη η ιδέα σου!


Κρανοποιός : Κι εγώ που έφτιαχνα τόσο ωραία κράνη, όσο είχαμε πόλεμο, μια χαρά κονόμαγα. Ερχόταν ο πατέρας, αγόραζε κράνος για το γιο του, και έβγαζα κι εγώ μεροκάματο. Τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος ούτε για καλημέρα δε μπαίνουν στο μαγαζί μου! Καταστράφηκα εξαιτίας σου! 



Γοργονία : Νομίζω ότι έχω μερικές ιδέες που θα σε βοηθήσουν. Καταρχήν μπορείς να πουλήσεις τα κράνη σου για γλάστρες. 


Κρανοποιός : Γλάστρες τα όμορφα κράνη μου;


Γοργονία : Γλάστρες τα άχρηστα κράνη σου! Επίσης θα ήταν μια καλή ιδέα να τα πουλήσεις για να τα κάνουν γιογιό για τα μωράκια! Είναι ότι πρέπει για να κάνουν εκεί μέσα την ανάγκη τους!


Κρανοποιός : Λες να πιάσει; 


Ιπποχτένης : Μεγάλε, να σου πω, κι αν δεν πιάσει αυτό, μη σκας. Θα βρεις κανέναν φίλο σου πολιτικό να περάσει νόμο που να λέει ότι όλοι μας θα πρέπει να φοράμε κράνος, όταν καβαλάμε άλογο. Χρυσά θα τα πουλάς μετά!


Κρανοποιός : Με σώσατε!


Δορατοποιός : Υπέροχη ιδέα! Να ζήσει ο Τρυγαίος!


Κρανοποιός : Να ζήσει η Ειρήνη!


Τρυγαίος : Τώρα, λοιπόν, που τη γλιτώσαμε από Πολέμους και τέτοια, είναι καιρός να μονιάσουμε και να ζήσουμε όλοι οι Έλληνες με αγάπη και  αλληλεγγύη! Να μην αφήσουμε ποτέ την Ειρήνη να φύγει από κοντά μας, αδέρφια!  Ελάτε, όλοι μαζί ας γλεντήσουμε! Ελάτε να πούμε όλοι μαζί ένα τραγούδι για την Ειρήνη!


(Τραγουδάνε όλοι μαζί το τραγούδι «Ειρήνη» του Γιάννη Μαρκόπουλου)


ΕΙΡΗΝΗ 


Ειρήνη, τ’ όνομά σου να γραφτεί
στους αιώνες των αιώνων, ειρήνη.
Τ’ όνομά σου να γραφτεί στα κανόνια 
που σκουριάζουν, ειρήνη.

Τ’ όνομά σου να γραφτεί στα κανόνια 
που σκουριάζουν, ειρήνη.


Ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη,  θέλουμε ειρήνη!


Ειρήνη, τα παιδιά σε αγαπούν
οι μεγάλοι σε λατρεύουν, ειρήνη.
Σαν θεός αληθινός πάντα 
στέλνεις την αγάπη ειρήνη, 
του πολέμου το θεριό
το χτυπάς και το σκοτώνεις, ειρήνη.

Ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη,  θέλουμε ειρήνη!

Ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη,  θέλουμε ειρήνη!

ΤΕΛΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θεατρικό : "Οι καλύτερες ατάκες της χρονιάς"

  Για να κατεβάσετε σε μορφή WORD το θεατρικό πατήστε   εδώ . Θεατρικό Έργο   « ΟΙ  ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΤΑΚΕΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ »