Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Θεατρικό : "Στις γειτονιές της μνήμης"

 

Για να κατεβάσετε σε μορφή WORD το θεατρικό πατήστε  εδώ.

Θεατρικό Έργο

 

«Στις γειτονιές της μνήμης»

 Κείμενο : Μπλέτσας Χρήστος

ΣΚΗΝΗ 1η

 

Αφηγητής 1 : Έτος 2022. 100 χρόνια ακριβώς από την εποχή του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. 103 χρόνια από την «επίσημη έναρξη» της γενοκτονίας  των Ελλήνων και των Αρμενίων που, δυστυχώς, είχε αρχίσει αρκετά πιο πριν. Σε κάποιο σχολείο της πατρίδας μας τα παιδιά κάνουν μάθημα Ιστορίας.

 

(Σχολική τάξη. Θρανία και καρέκλες. Ο δάσκαλος κάνει μάθημα Ιστορίας με τα παιδιά της τάξης του.)

 

Δάσκαλος : Έτσι, λοιπόν, παιδιά μου, οι Έλληνες βρέθηκαν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.

 

Μαθητής 1 : Τι θα πει «πρόσφυγες»;

 

Δάσκαλος :Οι πρόσφυγες είναι αυτοί που φεύγουν από τον τόπο τους γιατί υπάρχει πόλεμος ή γιατί τους κυνηγούν να τους σκοτώσουν για κάποιους λόγους πχ για τις ιδέες τους, την εθνική τους καταγωγή ή για το θρήσκευμά τους. Αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες ακριβώς επειδή είναι πολύ επικίνδυνο για αυτούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και χρειάζεται να ζήσουν για λίγο καιρό κάπου αλλού. Στόχος τους είναι να επιστρέψουν στον τόπο τους, όταν πλέον δεν κινδυνεύει η ζωή τους.

 

Μαθητής 2 : Δηλαδή, ο θείος μου που μένει 25 χρόνια στην Αμερική είναι πρόσφυγας;

 

Δάσκαλος : Όχι, αυτός είναι μετανάστης. Επέλεξε να πάει εκεί για να εργαστεί, δεν τον έδιωξε κανείς από τον τόπο του!

 

Μαθητής 3 : Και ήρθαν πολλοί πρόσφυγες τότε στην Ελλάδα;

 

Δάσκαλος : Σιγουριά δεν υπάρχει αλλά υπολογίζουν να ήρθαν τότε από 1,5 μέχρι 2 εκ.! Βέβαια, δεν ήρθαν όλοι μετά το 1922, πολλοί είχαν έρθει πιο πριν, είτε με ανταλλαγές πληθυσμών μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, είτε επειδή οι Τούρκοι είχαν αρχίσει την εθνοκάθαρση.

 

Μαθητής 1 : Και τι είναι η εθνοκάθαρση;

 

Δάσκαλος : Είναι κάτι πολύ άσχημο και φρικτό! Είναι το να σκοτώνεις ή να διώχνεις από έναν τόπο έναν λαό που ζούσε από παλιά εκεί για να μείνει μόνο ο δικός σου λαός. Με λίγα λόγια, δολοφονούνταν άνθρωποι που δεν έκαναν κάτι κακό, απλά ήταν αυτό που ήταν! Λίγοι λαοί στην Ιστορία το κάνανε αυτό. Δυστυχώς, αυτό το κάνανε τότε οι Τούρκοι στους Έλληνες του Πόντου, της Θράκης και της Μικράς Ασίας, στους Ασσύριους, στους Αρμένιους κτλ. Έτσι βρέθηκαν εδώ, πρόσφυγες και χιλιάδες Αρμένιοι, που είναι αδερφικός λαός με τους Έλληνες.

 

Μιχάλης  : Η γιαγιά μου είναι Αρμένισσα!


Γιώργος :
Κι εμένα ο παππούς μου ήταν από τον Πόντο!

 

Μυρσίνη  : Εμένα η γιαγιά μου και ο παππούς μου κατάγονται από τη Μικρά Ασία.

 

Μαθητής 3 : Εγώ δεν ξέρω από πού είναι οι δικοί μου.

 

Κώστας : Εμένα ο προπάππους μου ήταν από την Ήπειρο. Αλλά γιατί μου λέγανε οι γονείς μου ότι πρόσφυγες φτάσανε εδώ, αφού η Ήπειρος δεν είναι στον Πόντο ή στη Μικρά Ασία;

 

Δάσκαλος : Πιθανότατα γιατί ήρθαν πριν το 1911. Τότε η Ήπειρος ήταν κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το κράτος που κυριαρχούσαν οι Τούρκοι. Κι όλα αυτά που μου λέτε μας δίνουν μια υπέροχη ευκαιρία να κάνουμε μάθημα ιστορίας «οικογενειακό»!

 

Μαθητής 1 : Δηλαδή;

 

Δάσκαλος : Δηλαδή, το απόγευμα θα ήθελα να συζητήσετε με τους γονείς σας ανγνωρίζουν τις ρίζες τους, αν  έχουν ακούσει τίποτα από τους προγόνους τους για τη ζωή στον τόπο καταγωγής τους, για το πώς ήταν τα πράγματα όταν φτάσανε στην Ελλάδα κτλ και να τα καταγράψετε.

 

Μαθητής 2 : Οι γονείς μας ήρθαν πρόσφυγες;

 

Δάσκαλος : Όχι, βρε. Οι προπαππούδες μας! Για να καταλάβετε,  αν κάποιος τότε ήταν 20 χρονών, τώρα θα ήταν… 120!

 

Μαθητής 3 : Εντάξει, κύριε.

 

(Ήχος κουδουνιού. Τα παιδιά τρέχουν προς την πόρτα)

 

Δάσκαλος : Καλό μεσημέρι! Κι όπως είπαμε! Μην ξεχάσετε να ρωτήσετε τους γονείς σας!

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ 2η

 

Αφηγητής 2 :Τα παιδιά έφυγαν προβληματισμένα από το σχολείο. Δεν ένιωθαν ότι έπρεπε να κάνουν μια σχολική εργασία, περισσότερο ένιωθαν ότι έπρεπε να μάθουν την ιστορία και τις κρυμμένες αλήθειες της οικογένειάς τους.

 

(Γύρω από το τραπέζι κάθονται ο Μιχάλης με τους γονείς του και την γιαγιά του.)

 

Μπαμπάς Μιχάλη: Πώς ήτανε η μέρα σου, Μιχάλη;

 

Μιχάλης :Ωραία.  Σήμερα στο σχολείο  μιλήσαμε για κάτι που δεν είχα ξανακούσει.

 

Μητέρα Μιχάλη:Δηλαδή;

 

Μιχάλης :Σήμερα μιλήσαμε για τους πρόσφυγες. Τους Έλληνες πρόσφυγες που ήρθανε στην Ελλάδα πριν από 100 χρόνια!

 

Μπαμπάς : Ενδιαφέρον!

 

Μιχάλης : Εμείς, μπαμπά, από πού καταγόμαστε;

 

Μπαμπάς : Οι δικοί μου οι παππούδες ήταν από εδώ, ντόπιοι, που λένε. Και ο παππούς της μαμάς σου ήταν από το διπλανό χωριό με του παππού μου. Η γιαγιά της μαμάς σου όμως…

 

Μητέρα : Αχ, η καλή μου η γιαγιά η Ανούς!

 

Γιαγιά Μιχάλη : Η μητέρα μου, η προγιαγιά σου, Μιχάλη μου, ήταν Αρμένισσα!

 

Μητέρα : Ήταν από την Αρμενία! Πόσο την αγαπούσα!

 

Μιχάλης :Τι όνομα είναι το «Ανούς», μαμά;

 

Μητέρα : Αρμένικο. Σημαίνει «η γλυκιά»! Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος.

 

Μιχάλης : Και πώς έφτασε μέχρι εδώ;

 

Γιαγιά Μιχάλη : Γεννήθηκε στην Πόλη. Η οικογένειά της ήταν Χριστιανοί της Αρμενίας. Ήταν νοικοκυραίοι άνθρωποι, όχι πολύ πλούσιοι, μα μορφωμένοι. Όμως οι Οθωμανοί κάποια στιγμή αποφάσισαν να διώξουν τους Χριστιανούς από τα χώματα αυτά, θέλανε «να καθαρίσουν τη χώρα τους», έτσι μας λέγανε!

 

Μητέρα : Η γιαγιά μου ήταν παιδάκι, όταν έφτασε μέχρι την Ελλάδα. Τους γονείς της και τον αδερφό της τους σκότωσαν οι Τούρκοι στην Πόλη. Αυτή, χάρη σε έναν παπά που μπόρεσε να την πάρει κοντά του, έφτασε με ένα καραβάνι προσφύγων στον τόπο μας.

 

Μιχάλης : Και τι έγινε μετά;

 

Γιαγιά Μιχάλη : Μετά βρήκε μια νέα οικογένεια και μια νέα πατρίδα. Φτώχεια, βέβαια, αλλά τουλάχιστον είχε τη λευτεριά και την αξιοπρέπειά της. Ε, αγάπησε τον πατέρα μου, παντρεύτηκε κι όλα πήγαν καλά.

 

Μπαμπάς : Αλήθεια, σας έλεγε τίποτα για την εποχή εκείνη η γιαγιά σου;

 

Μητέρα : Δε θυμόταν πολλά, παιδάκι ήταν. Μας έλεγε όμως ότι είχε ένα δικό της παιδικό δωμάτιο και μια μεγάλη κούκλα στο κρεβάτι της!

 

Γιαγιά Μιχάλη : Η μητέρα μου ήταν άγιος άνθρωπος. Κακό δεν είχε να πει για κανέναν.

 

Μητέρα Μιχάλη : Η γιαγιά μου ήξερε να διαβάζει. Λίγο πριν πεθάνει μου έδωσε ένα χαρτί με ένα ποίημα για τους Αρμένιους που το έγραψε ο Νικηφόρος Βρετάκος. Σαν φυλαχτό το είχε στον κόρφο της! Κάτσε να το βρω να σας το διαβάσω…

 

ΑΡΜΕΝΙΚΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ

(ΠΡΟΠΟΣΗ)

Στὸν φίλο Βαζκὲν Eσαγιὰν

Τὶςσυνοικίεςτῶνφτωχῶνἀγγέλων

Ἔχωἀγαπήσει κι’ ἦρθανὰσᾶςδῶ,

Φίλοιποὺἀπ’ τοῦἈραρὰττὰπλάγιακατέβαίνοντας

Μὲσκονισμέναπόδιαφτάσατεὡςἐδῶ.

Τὰπρόσωπά σας φέγγουνεμὲςἀπ’ τὴντρικυμία

Καθὼςσᾶςβλέπωνὰπερνᾶτεμπρός μου

Σέρνονταςτὴνεὐγενική σας δυστυχία

Στὶςτέσσερεςγωνιὲςτοῦκόσμου.

Ὅ,τινὰκάμω, ὅπως κι ἂνσκεφτῶ,

Εἶν’ ἕναμυστικὸποὺπρέπεινὰ το εἴπῶ.

Δική σας εἶναιτούτη ἡ Γῆςὅσοεἶναικαὶδική μας

Ὁ γαλανός μας οὐρανὸςκαὶτὰβουνὰτὰματωμένα.

Κάμετετὸκαθῆκον σας μὲςτὰδικά μας πεπρωμένα.

Ὅποιοςστὸνκόσμοπολεμᾶ γι’ ἀγάπη ἢ λευτεριά,

Μὲτὴνψυχὴ του ὅποιοςστὴΓῆπλαταίνειτὸνἀγέρα

Καὶσκάβειτὸνὁρίζονταγιὰτὴναἰώνιαἡμέρα

Βρίσκειπατρίδαὅπουσταθεῖ,

Γιατὶὅμως ὁ ἥλιος κι’ ὁ ἄνθρωποςγενιέταινὰφωτίσει

Χωρὶςσκοπιὲςκαὶσύνορα, ὅλητὴΓῆ.

Πάρτεμὲθλίψηεὐγενικὴστὰχέριατὸποτήρι.

Ἂςστρέψουμετὰμπρόσωπαπρὸςτὴνἀνατολή

Κι’ ἂςπιοῦμεἀπόψεὅλοιμαζὺγιὰτοὺςδυστυχισμένους

Τῆςτραγικῆς μας παροικίας κ’ ὁλόληρηςτῆςΓῆς.

 

ΣΚΗΝΗ 3η

 

Αφηγητής 1 : Σε κάθε σπίτι η ίδια συζήτηση. Σε κάθε σπίτι η ίδια αγωνία. Από πού είμαστε; Καταγόμαστε κι εμείς από τους πρόσφυγες; Δεν ήταν πλέον μια σχολική εργασία, κάθε παιδί ήθελε να μάθει, κάθε παιδί απαιτούσε να του πουν την αλήθεια!


(Σε έναν καναπέ κάθεται με μια κουβέρτα στα πόδια του ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος. Στην σκηνή μπαίνουν κουβεντιάζοντας ο Κώστας και ο μπαμπάς του.)

 

Μπαμπάς Κώστα : Με έσκασες σήμερα με τις ερωτήσεις σου! Βρε, δε  θυμάμαι σου λέω!

 

Κώστας  : Μπαμπά, πρέπει να ξέρω! Θέλω να μάθω!

 

Μπαμπάς Κώστα : Γι’ αυτό κι εγώ σε έφερα στον παππού μου, στον προπάππου σου. Κάποτε μου τα έλεγε κι εμένα, πέρασαν χρόνια όμως, δε θυμάμαι  τι μου έλεγε! Τόσες πολλές ιστορίες, τόσα πολλά ονόματα…

 

Κώστας : Θα τον ρωτήσω για τα πάντα.

 

Μπαμπάς Κώστα : Είναι μεγάλος άνθρωπος, ίσως δε θυμάται. Πάμε και βλέπουμε!


Κώστας  : Παππού! (Τρέχει να αγκαλιάσει τον προπάππου του) Ήρθα! Τι κάνεις;

 

Προπάππους Κώστα : Καλώς το λεβέντη μου! Καλά είμαι, παιδάκι μου!

 

Μπαμπάς Κώστα : Καλησπέρα, παππού!

 

(Μπαίνει στη σκηνή και η γιαγιά του Κώστα)

 

Γιαγιά Κώστα : Εμένα δε θα με αγκαλιάσει κανείς;

 

Κώστας : Γιαγιά! (Τρέχει στη γιαγιά του και την αγκαλιάζει!)

 

Γιαγιά Κώστα : Καλώς το κούτσικο! Πώς κι από εδώ;

 

Μπαμπάς Κώστα : Ο εγγονός σου λύσσαξε να έρθουμε στον παππού για να μάθει την καταγωγή μας!

 

Γιαγιά Κώστα : Και πολύ καλά έκανε! Μόνο μην τον κουράσεις, αν δε θυμάται, δεν πειράζει.

 

Προπάππους Κώστα : Ποιος δε θυμάται, μαρή τσούπρα; Εμείς από την Ήπειρο ήρθαμαν, γιόκα μου.

 

Κώστας : Μετανάστες;

 

Προπάππους Κώστας : Πρόσφυγες! Τότενες η Ήπειρος ήταν σκλαβωμένη στους Τούρκους. 

 

Κώστας : Και τι έγινε; Πόλεμος;

 

Προπάππους Κώστα : Όχι. Τότενες υπήρχαν ληστές από τον Βορρά και χτυπάγανε τους Έλληνες.  Οι χωροφυλάκοι των Τούρκων  κάνανε τα στραβά μάτια γιατί θέλανε να μας χαλάσουν. Μια φορά μια ομάδα ληστών μπήκε στο χωριό. Πήγε στο σχολειό μας και έπιασε τον δάσκαλο, που ήταν και ο παπάς, μαζί με όλα τα παιδιά. Καμιά 30αριά παιδιά ήτανε! Τότες οι γυναίκες του χωριού στείλανε κάποιον να φωνάξει από το χωράφι τους άντρες κι εκείνες πήρανε τις πέτρες να διώξουν τους ληστές.

 

Μπαμπάς Κώστα : Και τι έγινε τελικά;

 

Γιαγιά Κώστα : Η μάνα του παππού πέτυχε στο μάτι έναν από αυτούς. Έγινε συμπλοκή. Τελικά σκοτώθηκαν δύο ληστές αλλά σκοτώθηκαν και δύο παιδιά καθώς και δύο γυναίκες.

 

Προπάππους Κώστα : Οι χωροφυλάκοι των Τούρκων  κατηγόρησαν τη μάνα μου και απείλησαν να φυλακίσουν αυτήν και τον πατέρα μου. Έφυγε όλη η οικογένεια από το χωριό το ίδιο βράδυ. Με τα πολλά, φτάσαμε εδώ, στην πατρίδα.

 

Γιαγιά Κώστα : Όχι όλοι, βέβαια. Ο αδερφός του, ο Γιάννης, έφυγε με έναν θείο του στην Αμερική.

 

Προπάππους Κώστα : Μήτε τον ένα είδαμε ξανά, μήτε τον άλλο. Σκοτώθηκαν στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, μιας και γύρισαν με το καράβι να λευτερώσουν τα άγιαμας τα χώματα. Αιωνία τους η μνήμη!

 

Κώστας : Και γιατί δε γυρίσατε πίσω μετά την απελευθέρωση;

 

Προπάππους Κώστα : Γιατί ο πατέρας μου είχε ανοίξει εδώ τον φούρνο. Ε, μετά γεννηθήκαμε η αδερφή μου πρώτα, εγώ πιο μετά… Ριζώσαμε. Πώς λέει το τραγούδι; «Όποιος έχει δυο πατρίδες, έχει και διπλό καημό!»

 

Μπαμπάς : Κώστα, νομίζω έμαθες αρκετά. Ο παππούς είναι κουρασμένος. Δεν κάνει να συγκινείται.

 

Γιαγιά : Ξέρεις τι λέω εγώ; Λέω να του τραγουδήσουμε το αγαπημένο του τραγούδι, να το αφιερώσουμε στον αδερφό του, τον Γιάννη!

 

                              Τραγούδι : «Γιάννη μου, το μαντήλι σου!»

ΣΚΗΝΗ 4η

 

Αφηγητής 2 : Τα παιδιά δεν είχαν ησυχία εκείνο το απόγευμα. Κι επειδή δε βρήκαν τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους  στα σπίτια τους, πήγαν εκεί που περνάνε τα απογεύματά τους, στην πλατεία!

 

(Σε μια πλατεία κάθονται στο παγκάκι παππούδες και γιαγιάδες που κουβεντιάζουν.)

 

Γιώργος : Είδες που στα έλεγα; Εδώ θα τους βρούμε!

 

Μυρσίνη : Επιτέλους! Άντε, βρε γιαγιά, έφαγα τον τόπο να σε βρω!

 

Γιαγιά Μ.Ασία : Βρε, καλώς τη Μυρσίνη μου! Τι κάνεις, τζιβαέρι μου;

 

Γιαγιά Πόντια : Καλώς τα παιδιά! Καλώς τον Γιωρίκα μου!

 

Γιώργος : Γιαγιά, στο έχω πει 100 φορές! Γιώργο θα με φωνάζεις! Άκου «Γιωρίκας», λες και είμαι από ποντιακό ανέκδοτο!

 

Γιαγιά Πόντια : Βρε, ποντιακό καμάρι είσαι!

 

Μυρσίνη : Γιαγιά, έχουμε μια εργασία. Μιλήσαμε στο σχολείο για τους Έλληνες που ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Πες μου, η δική μας οικογένεια από πού είναι;

 

Γιαγιά Μ.Ασία : Αχ, καλό μου. Κι εμείς πρόσφυγες είμαστε. Από τις αλύτρωτες πατρίδες είμαστε!

 

Γιώργος : Χωριό είναι αυτό;

 

Γιαγιά Πόντια : Όχι, βρε! Αλύτρωτες πατρίδες είναι όλα τα εδάφη που κατέλαβαν οι Τούρκοι κι από τότε οι Έλληνες είτε τα χάσανε, είτε ζούνε με αυτούς στο κεφάλι τους!

 

Μυρσίνη : Κι εμείς από πού ακριβώς είμαστε;

 

Γιαγιά Μ. Ασία : Ο παππούς μου ήταν από τα Αλάτσατα. Ήταν σταφιδάς, καλλιεργούσε σταφίδα. Η γιαγιά μου ήταν απότοΛιβίσι, απέναντι από τη Ρόδο. Από το χωριό αυτό κατάγεται και ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης!

 

Γιώργος : Κι εμείς, γιαγιά, από τη Μικρά Ασία είμαστε;

 

Γιαγιά Πόντια : Όχι, Γιωρίκα μου!

 

Γιώργος : Γιώργος, είπαμε!

 

Γιαγιά Πόντια :Γιωρίκα θα σε λέω κι άμα σου αρέσει! Γιωρίκα! Εμείς, ψυ μ’, είμαστε από τον περήφανο Πόντο! Τον τόπο των ηρώων!

 

Γιώργος : Από ποια πόλη;

 

Γιαγιά Πόντια :Κι η μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν αγρότες από τον Δριβανό! Τρανό χωριό ήτανε! Κοντά στην Τραπεζούντα ήτανε!

 

Γιώργος : Τραπεζούντα; Τραπέζια έβγαζε;

 

Κυρ - Γεράσιμος : ΧΑΧΑΧΑΧ Και μετά τον πειράζει που τον συνδέουν με τα ποντιακά ανέκδοτα! Τα καλύτερα βγάζει τούτος δω!

 

Γιαγιά Πόντια : Ε, συμπέθερε, μη γελάς με το τζιέρι μου!

 

Κυρία Μαρία: Έλα, βρε συμπεθέρα! Τον πειράζει!

 

Γιαγιά Πόντια :(Απευθύνεται στον Γιώργο) Η Τραπεζούντα ήταν μια σπουδαία πόλη του Πόντου!

 

Γιαγιά Μ.Ασία : Δε φύγανε μόνοι τους, τους διώξανε οι Τούρκοι. Όπως κι εμάς, τους Μικρασιάτες.

 

Γιαγιά Πόντια : Δε μας διώξανε απλά, μας σφάξανε! Πες τα σωστά! Μας γενοκτονήσανε!

 

Μυρσίνη : Και πώς φτάσατε μέχρι εδώ; 

 

Γιαγιά Πόντου : Με χίλια βάσανα. Άλλους τους σκοτώσανε, πειράξανε τα κοριτσόπουλα, άστα…

 

Γιώργος : Κι εσύ, γιαγιά, πώς το ξέρεις; Τα έζησες;

 

Γιαγιά Πόντια : Να σου δώκω μία, να σου πω εγώ! Πόσο με κάνεις, βρε; Δεν τα έζησα, δεν είχα γεννηθεί εγώ, όμως από παιδί κάθε μέρα για αυτά κουβεντιάζανε οι δικοί μας! Τα έχω ακούσει χιλιάδες φορές, τα ξέρω λες και τα έζησα εγώ!

 

Γιώργος : Μπορείς να μου πεις κάτι από αυτά;

 

Γιαγιά Πόντια : Θα σου πω αυτά που μάθαμε για τον αδερφό του παππού μου, τον Γιωρίκα, που έγινε αντάρτης στα βουνά. Σαν να τα βλέπω όλα μπροστά μου….

 

(Η σκηνή μεταφέρεται  σε άλλο σημείο. Τρεις άνθρωποι, δύο άνδρες και μια γυναίκα με ρούχα ποντιακά μιλάνε.)

 

Καπετάν - Γιωρίκας : Αδέρφια, μας έχουν κυκλώσει οι Τούρκοι!

 

Αγγελική : Ευτυχώς κυνηγήσανε εμάς κι αφήσανε τα γυναικόπαιδα.

 

Λάζαρος : Τώρα τι κάνουμε,καπετάνιο;

 

Καπετάν - Γιωρίκας: Τώρα πρέπει να αποφασίσουμε μαζί τι θέλετε να κάνουμε.

 

Αγγελική : Καπετάνιε, εγώ να με ατιμάσουν οι Τούρκοι δε στέκομαι.

 

Λάζαρος : Πρέπει όμως να τους καθυστερήσουμε όσο μπορούμε.

 

Καπετάν - Γιωρίκας : Αδέρφια, ορκιστήκαμε να υπερασπίσουμε την Πίστη μας και τον Πόντο κι αυτό θα κάνουμε. Ακούστε τι σκέφτηκα : Θα ανέβουμε στον βράχο. Από εκεί θα αρχίσουμε τις τουφεκιές να μας βρούνε οι Τούρκοι και να μας κυνηγήσουν. Όταν πλησιάσουν, τους χτυπάμε!Πάνω στην αντάρα της μάχης περνάμε πολεμώντας μέσα από τους Τουρκαλάδες κι ο Θεός βοηθός!

 

Αγγελική : Πάμε, αδέρφια! Η Παναγιά Σουμελά βοηθός μας!

 

Λάζαρος : Για τον Πόντο, αδέρφια! Για τη λευτεριά μας!

 

(Φεύγουν τα τρία πρόσωπα από τη σκηνή)


Γιαγιά Πόντια : Από τον Λάζαρο μάθαμε για τον θάνατο του Γιωρίκα. Μόνο αυτός γλίτωσε. Η Αγγελική έπεσε από τον βράχο. Αιωνία τους η μνήμη!

 

Μυρσίνη : Εσύ, γιαγιά, άκουσες καμιά ιστορία;

 

Γιαγιά Μ. Ασία : Αχ, παιδάκι μου, κι εμείς με τον πόνο του διωγμού ζούσαμε στο σπίτι μας. Θυμάμαι πολλά, μα, θα σου πω ένα που μου είπε η γιαγιά μου. Ήτανε το 1923, τον χειμώνα, ό,τι είχανε φτάσει στη γειτονιά.

 

(Μια γυναίκα με κουρελιασμένα ρούχα χτυπάει την πόρτα ενός σπιτιού.)

 

Γυναίκα 1 :Καλέ,κυρά! Νοικοκυραίοι!

 

(Βγαίνει μια γυναίκα που φοράει μαύρα)

 

Γυναίκα 2 :Ποια είσαι του λόγου σου; Τι θες;

 

Γυναίκα 1 : Καλημέρα, κυρά μου.

 

Γυναίκα 2 : Καλημέρα…

 

Γυναίκα 1 : Πρόσφυγας από τ’ Αλάτσατα της Μικράς Ασίας είμαι, κυρά μου.

 

Γυναίκα 2 : Μπα! Σας φέρανε; Δε μας φτάνανε τα δικά μας, μας φέρανε κι από τα ξένα!

 

Γυναίκα 1 : Ελληνίδα είμαι κι εγώ, κυρά! Δεν είμαι ξένη!

 

Γυναίκα 2 : Βρε, θα σου έλεγα τι είσαι και τι δεν είσαι αλλά έχε χάρη που φοράω μαύρα!

 

Γυναίκα 1 : Αχ, κυρά μου, χτύπησα την πόρτα σου να σου ζητήσω λίγο νεράκι για τα παιδιά μου, ένα κομμάτι ψωμί. Έχουμε ανάγκη βλέπεις. Ποιοι; Εμείς! Νοικοκυραίοι άνθρωποι, όλα τα είχαμε τότε, τώρα ούτε νερό για τα παιδάκια μας!

 

Γυναίκα 2 : Κι εμείς τι είμαστε, δηλαδή; Νοικοκυραίοι δεν είμαστε; Εμείς παιδιά δεν έχουμε;

 

Γυναίκα 1 : Δε λέω αυτό. Μα, να, μας είπανε να έρθουμε στην πατρίδα, στη μάνα μας. Όμως βλέπω ότι δε μας θέλουν ούτε τα αδέρφια μας… Μας λένε ξένους, δε θέλουν να κάνουν τίποτα για να μας βοηθήσουν!

 

Γυναίκα 2 : Τι λες, μωρέ! Εμείς δεν κάναμε; Εμείς; Βλέπεις τα μαύρα που φοράω; Ξέρεις ποιον κλαίω;


Γυναίκα 1 :Ποιον;

 

Γυναίκα 2 :Τον άντρα μου. Ούτε πέντε μήνες παντρεμένοι δεν ήμασταν το 1912 και μου τον πήρανε στον πόλεμο. Μας είπανε «Τρέξτε να σώσουμε τα αδέρφια μας στην Ήπειρο και στη Μακεδονία!» και τρέξαμε. Μετά μας είπανε : «Παιδιά, σφάζουν τα αδέρφια μας στον Πόντο, στη Σμύρνη!» και πήγαμε! Τον άντρα μου ούτε και ξέρω πού τον θάψανε! Δεν είδε ποτέ το παιδί του, 12 χρονών παλικάρι είναι τώρα! Σε εμάς θα πεις ότι δεν κάναμε τίποτα; Τα πάντα δώσαμε! Το βιος, τα παιδιά και τους άντρες μας!

 

Γυναίκα 1 : Πίκρες κι εμείς, πίκρες κι εσείς. Γι’αυτό πικρά τα λόγια μας.

(Γυρίζει να φύγει.)

 

Γυναίκα 2 : Στάσου. Έλα εδώ, κυρά. (Της δίνει ένα καρβέλι ψωμί και μια μπουκάλα νερό) Να, πάρε. Αυτά έχω μόνο.  Μάνα είμαι κι εγώ, μάνα είσαι κι εσύ.

 

(Αγκαλιάζονται)

 

Γυναίκα 1 : Να ‘σαι καλά, κυρά! Καλό έκανες, καλό να βρεις…

 

(Φεύγουν από τη σκηνή)

 

 

Κυρία Μαρία : Αυτή η γυναίκα που έδωσε τότε το ψωμί και το νερό ήταν η προγιαγιά μου.


Κυρ - Γεράσιμος : Και πώς τα έφερε ο Θεός έτσι, ε; Συμπεθεριάσανε τα εγγόνια τους!

 

Κυρία Μαρία :Ο παππούς μου πέθανε με τον καημό ότι ο πατέρας του δεν τον αγκάλιασε ποτέ. Ποιος ξέρει; Ίσως τον αγκαλιάζει τώρα εκεί ψηλά που βρίσκονται.

 

Κυρ - Γεράσιμος : Ενώσανε όλοι, ντόπιοι και πρόσφυγες, τον πόνο τους και φκιάσανε πατρίδα, κάνανε την Ελλάδα πιο μεγάλη από πριν!

 

Κυρά Μαρία : Η μάνα αγκαλιάζει, η μάνα καρτερά, η μάνα αγαπά κι ας μην το βλέπει ο κόσμος, όταν πονά. Γιατί η μάνα μας είναι η ίδια : η Ελλάδα!

 

Μυρσίνη : Νομίζω μάθαμε πολλά σήμερα. Πάμε, Γιώργο, πρέπει να γράψουμε την άσκηση.

 

Γιώργος : Ναι, πάμε. Αντίο σε όλους! Σας ευχαριστούμε!

 

Γιαγιά Πόντου : Αντίο, Γιώργο μου!

 

Γιώργος : Όχι, Γιώργο, γιαγιά! «Γιωρίκα» να με φωνάζεις, όπως τον αδερφό του παππού σου, τον καπετάνιο!

 

Γιαγιά : Στο καλό, Γιωρίκα μου! Η Παναγιά η Σουμελά μαζί σας!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΚΗΝΗ 5η

 

Αφηγητής 3 : Θέλανε να γυρίσουν στον τόπο τους τόσο πολύ! Μόνο ο Θεός ξέρει πόσο πολύ το θέλανε! Γι’ αυτό και τους είπανε «πρόσφυγες».

 

Αφηγητής 4 : Για χρόνια συντηρούσαν την ελπίδα μέσα τους.

 

Αφηγητής 5 : «Αν όχι εμείς, τουλάχιστον τα παιδιά μας» έλεγαν! Και το πίστευαν!

 

Αφηγητής 4 : Μα, οι δυνατοί της Γης δε θέλανε δικαιοσύνη.

 

Αφηγητής 5 : Ούτε και σήμερα θέλουν.

 

Αφηγητής 3 : Μέχρι σήμερα  δεν έχουν αναγνωρίσει όλα τα «πολιτισμένα» κράτη τη γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Ασσυρίων.

 

Αφηγητής 4 : Λες και δεν ήταν άνθρωποι οι νεκροί… Λες και δεν έγινε ποτέ η γενοκτονία!

 

Αφηγητής 5 : Το χειρότερο; Δεν το παραδέχονται οι ίδιοι οι γενοκτόνοι!

 

Αφηγητής 1 : Και τι ζητάμε τόσα χρόνια;

 

Αφηγητής 2 : Μια συγγνώμη!

 

Αφηγητής 3: Όμως οι πρόσφυγες δε φέρανε μόνο τον πόνο τους και την φτώχεια τους.

 

Αφηγητής 4 : Φέρανε τις γνώσεις τους, φέρανε τις ελπίδες τους, φέρανε τις παραδόσεις τους!

 

Αφηγητής 5 : Φέρανε τους Αγίους τους, φέρανε τις εικόνες τους! Με αυτές μπροστά πηγαίνανε  και προσεύχονταν να φτάσουν στη νέα πατρίδα!

 

Αφηγητής  3 : Φέρανε όμως την προκοπή τους, το μεράκι τους, τη μουσική τους!

 

Αφηγητής 4 : Φέρανε τα καλαμπούρια τους, το κέφι τους, την ομορφάδα τους!

 

Αφηγητής 5 : Και τα φαγητά! Μην ξεχνάμε τα φαγητά!

 

Αφηγητής 4 : Και λίγο-λίγο μπόλιασε  στην καρδιά όλων η αγάπη. Ενώθηκε ο κόσμος. Γιάτρεψε τις πληγές του!

 

Αφηγητής 3 : Κι αρχίσανε τα γλέντια! Οι γάμοι! Οι χοροί!

 

Αφηγητής 4 : Κι αρχίσανε να τραγουδάνε ο ένας τ’αλλουνού τα τραγούδια!

 

Αφηγητής 5 : Κι άρχισε η μάνα μας, η Ελλάδα,  να χαμογελά και πάλι, τώρα που έβλεπε τα παιδιά της αγαπημένα και μονιασμένα.

 

Αφηγητής 1 : Κι άρχισε το τρελοκάραβο που λέγεται «Ελλάδα» το καινούριο του  ταξίδι.

 

Αφηγητής 2 : Τώρα τα πανιά του είναι μεταξωτά από τη Σμύρνη!

 

Αφηγητής 3 : Στις μηχανές δουλεύουν σκληροτράχηλοι χωρατατζήδες από τον Πόντο.

 

Αφηγητής 4 : Το κατάστρωμα γεμάτο από  Έλληνες, από κάθε μέρος αυτής της Γης!

 

Αφηγητής 5 : Και στο τιμόνι…

 

Αφηγητής 1 : Όποιος κι αν ήταν στο τιμόνι, τώρα το τιμόνι είναι δική μας δουλειά.

 

Αφηγητής 2 : Στο τιμόνι τώρα είναι τα παιδιά!

 

Αφηγητής 3 : Και το ταξίδι συνεχίζεται!

 

Αφηγητής 4 : Σε νέες θάλασσες!

 

Αφηγητής 1 : Μη σας νοιάζει ο προορισμός…

 

Αφηγητής 2 : Γιατί, όταν ξέρουμε από πού ερχόμαστε,

 

Αφηγητής 4 : … ξέρουμε και πού να πάμε!

 

Αφηγητής 5 : Καλό μας ταξίδι, λοιπόν!

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θεατρικό : "Οι καλύτερες ατάκες της χρονιάς"

  Για να κατεβάσετε σε μορφή WORD το θεατρικό πατήστε   εδώ . Θεατρικό Έργο   « ΟΙ  ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΤΑΚΕΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ »